ασημικό

ασημικό
το συνήθ. στον πληθ. [ασήμι]
τα κοσμήματα ή τα σκεύη που είναι κατασκευασμένα από ασήμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασημικό, το — και συνηθέστ. στον πληθ., ασημικά σερβίτσια και άλλα σκεύη από ασήμι: Στο σπίτι τους έχουν πολύ ασημικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασήμι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 1.215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόφινα. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”